- κοιλοπονώ
- κοιλοπονώ και κοιλοπονάω κοιλοπόνεσα, έχω πόνους τοκετού.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
κοιλοπονώ — και άω [κοιλόπονος] (για επίτοκη γυναίκα) ωδίνω*, έχω ωδίνες τοκετού, πόνους τής γέννας … Dictionary of Greek
συνωδίνω — ΜΑ 1. κοιλοπονώ μαζί ή ταυτόχρονα με κάποιον άλλο 2. (γενικά) υποφέρω μαζί ή ταυτόχρονα με κάποιον άλλο, συμπάσχω. [ΕΤΥΜΟΛ. < συν * + ὠδίνω «κοιλοπονώ, έχω ωδίνες τοκετού»] … Dictionary of Greek
κοιλιά — Όρος που αναφέρεται σε κάποιες ανατομικές δομές. Κατ’ αρχήν σημαίνει την περιοχή του ανθρώπινου σώματος που βρίσκεται στη βάση του κορμού, η οποία παρεμβάλλεται μεταξύ θώρακα και λεκάνης. Αποτελείται από μυϊκά και οστέινα τοιχώματα που καθορίζουν … Dictionary of Greek
κοιλιοπονώ — κοιλιοπονῶ, έω (Μ) (για επίτοκη γυναίκα) έχω ωδίνες τοκετού, κοιλοπονώ κατά τον τοκετό. [ΕΤΥΜΟΛ. < κοιλία + πονῶ (< πόνος), πρβλ. ματαιο πονώ, οφθαλμο πονώ] … Dictionary of Greek
κοιλοπόνημα — και κοιλοπόνεμα, το [κοιλοπονώ] οι πόνοι τής κοιλιάς κατά τη γέννα, οι ωδίνες τού τοκετού … Dictionary of Greek
κοιλοπόνια — η το κοιλοπόνημα*. [ΕΤΥΜΟΛ. Υποχωρητ. παρ. τού κοιλοπονώ] … Dictionary of Greek
λοχεύω — (Α) [λόχος] 1. τίκτω, γεννώ («Νύμφη ἐλόχευσε Διὸς παῑδα»,Ύμν. Ερμ.) 2. (για πατέρα) αποκτώ τέκνο 3. (για γυναίκα κυοφορώ, είμαι έγκυος 4. (για μαία) βοηθώ την επίτοκο να γεννήσει, ξεγεννώ («ποῡ; τίς λοχεύει σ ; ἢ μόνη μοχθεῑς τάδε;» Ευρ.) 5.… … Dictionary of Greek
ωδίνω — ὠδίνω, ΝΜΑ, και μτγν. επικ. τ. ὠδείνω Α [ὠδίς, ῑνος] 1. (για ετοιμόγεννη) έχω ωδίνες, κοιλοπονώ 2. μτφ. αγωνιώ 3. παροιμ. «ώδινεν όρος και έτεκε μυν» λέγεται για προσδοκίες ή υποσχέσεις που απολήγουν σε μηδαμινό αποτέλεσμα μσν. παράγω («μέλισσα… … Dictionary of Greek
κοιλοπονάω — (σπάν. κοιλοπονώ), κοιλοπόνεσα βλ. πίν. 62 … Τα ρήματα της νέας ελληνικής